νεοσυριακή

νεοσυριακή
η
γλωσσ. νεώτερο ιδίωμα τής συριακής διαλέκτου που ομιλείται από χριστιανούς αραμαϊκής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neosyriac (< νε[ο]- + συριακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”